Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Η σκοτεινή πλευρά μιας επιστημονικής εποποιίας

Για τον κίνδυνο ενός «γενετικού απαρτχάιντ» προειδοποιούν κορυφαίοι ερευνητές, αξιώνοντας κοινωνικό έλεγχο της βιοτεχνολογίας

Του Πετρου Παπακωνσταντινου Καθημερινή, 28.8.2007

Τα ημερολόγια έγραφαν 26 Ιουνίου 2000, όταν διαδραματίσθηκε το πιο εντυπωσιακό, επικοινωνιακό γεγονός στη σύγχρονη ιστορία των επιστημών. Πλαισιωμένος από τους Φράνσις Κόλινς, διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ και τον ομοεθνή του Κρεγκ Βέντερ, ιδρυτή της ιδιωτικής εταιρείας Celera Genomics, ο Μπιλ Κλίντον ανακοίνωσε ότι, στην αυγή της τρίτης χιλιετίας, ο άνθρωπος είχε πλέον στα χέρια του το «Ιερό Δισκοπότηρο» της βιολογικής έρευνας: την αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος.

Το πρώτο σοκ

Στην πανηγυρική τελετή, που μεταδιδόταν από τους δορυφόρους σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, παρενέβη μέσω τηλεδιάσκεψης και ο Τόνι Μπλερ. «Επιτέλους, διαβάσαμε το χειρόγραφο του Θεού», ήταν μια από τις μεσσιανικές διακηρύξεις που έκαναν τον γύρο του κόσμου, συνοδευόμενες από πιο πρακτικές υποσχέσεις για νέα φάρμακα και προσωποποιημένες, γονιδιακές θεραπείες που θα αντιμετωπίσουν και τις πιο δύσκολες ασθένειες.

Επτά χρόνια αργότερα, η αμφιλεγόμενη συμπεριφορά δύο εκ των πρωταγωνιστών αυτής της επιστημονικής εποποιίας φέρνουν σε πρώτο πλάνο την άλλη, σκοτεινή όψη της. Το πρώτο σοκ ήρθε από τον 79χρονο Τζέιμς Γουότσον, ο οποίος μοιράστηκε το 1962 το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής με τους Φράνσις Κρικ και Μόρις Γουίλκινς για την ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA. Σε συνέντευξή του στους Sunday Times, ο Γουότσον δήλωσε ότι είναι «βαθιά απαισιόδοξος για το μέλλον της Αφρικής». Γιατί; Διότι «όλες οι αναπτυξιακές πολιτικές μας βασίζονται στην παραδοχή ότι το διανοητικό τους επίπεδο (των μαύρων Αφρικανών) είναι το ίδιο με το δικό μας (των λευκών Δυτικών), παρότι όλα τα τεστ δείχνουν ότι αυτό δεν ισχύει». Και συμπλήρωσε: «Ολοι όσοι απασχολούν μαύρους εργαζόμενους ξέρουν περί τίνος πρόκειται».

Οι δηλώσεις Γουότσον προκάλεσαν παγκόσμιο σάλο. Πού τελειώνει η θετική, επιστημονική γνώση και πού αρχίζουν οι κοινωνικές προκαταλήψεις και οι φυλετικοί μύθοι; Μήπως είχε δίκιο ο Τ.Σ. Ελιοτ όταν έλεγε ότι η Νεωτερικότητα θυσίασε τη σοφία για τη γνώση; Αλλά προτού κοπάσει ο θόρυβος, ήρθε ένα δεύτερο, διαφορετικής ποιότητας, σοκ, αυτήν τη φορά από τον Κρεγκ Βέντερ. Εχοντας ιδρύσει μία ακόμη ιδιωτική εταιρεία, την Synthetic Genomics, ο Βέντερ και οι συνεργάτες του δήλωσαν ότι βρίσκονται πολύ κοντά στο να δημιουργήσουν την πρώτη μορφή συνθετικής ζωής - ένα κύτταρο βακτηρίου δημιουργημένο με χημικές διαδικασίας στο εργαστήριο, ξεκινώντας από τους δομικούς λίθους του DNA. Ο Βέντερ εκμυστηρεύεται ότι θέλει να φέρει την ανθρωπότητα «σε ένα νέο στάδιο της εξέλιξης των ειδών» και ότι οραματίζεται τη μέρα όπου «πλάσματα κατασκευασμένα από μονάδες DNA θα κάθονται μπροστά στον υπολογιστή τους και θα σχεδιάζουν άλλα πλάσματα».

Δεν μοιράζονται όλοι την αισιοδοξία του Βέντερ για την εξαγγελθείσα «Δεύτερη Γένεση». Ο νομπελίστας σερ Πολ Νούρσε, επικεφαλής του βρετανικού Ινστιτούτου Καρκίνου, προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός «γενετικού απαρτχάιντ» αν αφεθούν στο έλεος των τυφλών νόμων της αγοράς τα επιτεύγματα της Γενετικής. Στα επόμενα είκοσι χρόνια, εξηγεί ο Βρετανός επιστήμονας, τα παιδιά μπορεί να στιγματίζονται με γενετικές ταυτότητες από τη γέννησή τους. Ασφαλιστικές εταιρείες και εργοδότες μπορεί να «ξεγράφουν» όσους έχουν την άλφα ή βήτα κληρονομική προδιάθεση, δημιουργώντας ένα ολόκληρο «γενετικό υποπρολεταριάτο» από τη μια πλευρά και μια αριστοκρατία των «γενετικώς ορθών» από την άλλη. Ηδη ο Βέντερ προσφέρει στους πλούσιους τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματός τους αντί 710.000 δολαρίων, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη μακροημέρευση και την ποιότητα ζωής τους.

Ενα άλλο, κρίσιμο ερώτημα είναι μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο σφετερισμός της ίδιας της ζωής και της γενετικής κληρονομιάς των λαών από τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Η αρχή έγινε το 1971, όταν ένας Ινδός μικροβιολόγος, ονόματι Ανάντα Σακραμπάρτι, υπάλληλος της General Electric, αξίωσε να του κατοχυρωθεί πατέντα για γενετικώς τροποποιημένο οργανισμό που είχε την ικανότητα να απορροφά πετρέλαιο από τη θάλασσα. Το γραφείο Ευρεσιτεχνιών των ΗΠΑ απέρριψε την τερατώδη, για την πνευματική ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, αξίωση να πατενταρισθεί μια μορφή ζωής.

Ωστόσο, το 1980, όταν οι κυρίαρχες ιδέες περί επιχειρηματικότητας και δημόσιου αγαθού είχαν υποστεί βαθύτατη μετάλλαξη, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με οριακή πλειοψηφία 5-4, κατοχύρωσε, τελικά, την πρώτη πατέντα για ζωντανό οργανισμό. Και το 1991, όταν ο Κρεγκ Βέντερ ζητούσε να πατεντάρει, για λογαριασμό της ιδιωτικής εταιρείας του, 2.000 γονίδια που εμπλέκονται στον σχηματισμό νευρώνων του εγκεφάλου -εκμεταλλευόμενος το συλλογικό έργο των επιστημόνων στο δημόσιο σύστημα υγείας, όπου εργαζόταν μέχρι πρότινος- οι αντιδράσεις της επιστημονικής κοινότητας έμοιαζαν πια με μάχες οπισθοφυλακών.

Οι ενστάσεις αυτές δεν μπορούν, βεβαίως, να μηδενίσουν τα τεράστια, ευεργετικά επιτεύγματα της Γενετικής και της Βιοτεχνολογίας. Ούτε νομιμοποιούν ουτοπικές, ούτως ή άλλως, εκκλήσεις για περιορισμό της επιστημονικής έρευνας στο όνομα των κινδύνων που αυτή εγκυμονεί για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου. Υπενθυμίζουν μόνο την προειδοποίηση του Αϊνστάιν ότι, ελλείψει δημοκρατικού, κοινωνικού ελέγχου, «η τεχνολογική πρόοδος θα μοιάζει πάντα με τσεκούρι στα χέρια παθολογικού εγκληματία».

Δεν υπάρχουν σχόλια: